determinative$20714$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

determinative$20714$ - translation to ελληνικό

DETERMINER WHICH MODIFIES A NOUN BY ATTRIBUTING POSSESSION
Possessive adjectives; Determinative possessive pronouns; Determinative possessive pronoun; Possessive article; Possessive adjective; Possessive determiners; Ktetic determiners; Ktetic determiner

determinative      
adj. καθοριστικός, αποφασιστικός

Ορισμός

possessive determiner
¦ noun Grammar a determiner indicating possession, for example my.

Βικιπαίδεια

Possessive determiner

Possessive determiners (from Latin: possessivus; Ancient Greek: κτητικός / ktētikós - en. ktetic Lallu) are determiners which express possession. Some traditional grammars of English refer to them as possessive adjectives, though they do not have the same syntactic distribution as bona fide adjectives.

Examples in English include possessive forms of the personal pronouns, namely: my, your, his, her, its, our and their, but excluding those forms such as mine, yours, ours, and theirs that are used as possessive pronouns but not as determiners. Possessive determiners may also be taken to include possessive forms made from nouns, from other pronouns and from noun phrases, such as John's, the girl's, somebody's, the king of Spain's, when used to modify a following noun.

In many languages, possessive determiners are subject to agreement with the noun they modify, as in the French mon, ma, mes, respectively the masculine singular, feminine singular and plural forms corresponding to the English my.